γνέφι — το το σύννεφο. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του γνέφος*] … Dictionary of Greek
νέφι — το (Μ νέφι και γνέφι) σύννεφο μσν. μτφ. σκόνη, νεφελώδης κονιορτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < νέφος, κατά τα ουδ. σε ι (για την ανάπτυξη τού γ προ τού ν πρβλ. σύννεφο: σύγνεφο)] … Dictionary of Greek